REM$521002$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

REM$521002$ - translation to Αγγλικά

TYPE OF JURISDICTION
In rem; Action in Rem; Jurisdiction in rem

REM      
REM, grupo americano de rock
rem         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
R. E. M.; R. E. M; R E M; REM (disambiguation); REM; Rem (disambiguation); Rem (character)
(Abrev.) Remington.
excise taxes         
  • 1828 "Old Frizzle"
GOODS TAX LEVIED AT THE MOMENT OF MANUFACTURE RATHER THAN SALE
Excise tax; Excise Duties; Excise duty; Excise duties; General excise tax; Excise Tax; Excise taxes; Excises; Liquor tax; Tax in rem; Excise Duty; Commodity tax
reducir impuestos

Ορισμός

REM
<programming> (From "remark") The keyword used in BASIC to introduce a comment (which continues to the end of the line). MS-DOS probably borrowed it from BASIC. Might be used in the form "REM out" meaning to comment out. (1998-04-27)

Βικιπαίδεια

In rem jurisdiction

In rem jurisdiction ("power about or against 'the thing'") is a legal term describing the power a court may exercise over property (either real or personal) or a "status" against a person over whom the court does not have in personam jurisdiction. Jurisdiction in rem assumes the property or status is the primary object of the action, rather than personal liabilities not necessarily associated with the property.